κολατσίζω

κολατσίζω
κολάτσισα, κολατσισμένος, παίρνω το κολατσιό μου, τρώω πρόχειρα: Κολάτσισε το πρωί και έφυγε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κολατσίζω — κολατσίζω, κολάτσισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κολατσίζω — [κολατσιό] τρώγω πρόχειρα, παίρνω το κολατσιό μου, προγευματίζω …   Dictionary of Greek

  • μαρεντίζω — κολατσίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. marenda] …   Dictionary of Greek

  • κολάτσισμα — το [κολατσίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κολατσίζω, το προγευμάτισμα, το κολατσι(ι)ό …   Dictionary of Greek

  • ακολάτσιστος — η, ο [κολατσίζω] αυτός που δεν κολάτσισε, δεν έφαγε πρόχειρο φαγητό ή πρόγευμα …   Dictionary of Greek

  • μερεντίζω — [μερέντι] (ιδιωμ.) κολατσίζω το απόγευμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”